- αλκόβα
- ητυπικός σκηνογραφικός διάκοσμος σε έργα τής ρομαντικής και τής ρεαλιστικής δραματουργίαςστο βάθος τής σκηνής κατασκευάζεται καμάρα, όπου τοποθετείται μεγαλοπρεπές κρεβάτι (π.χ. Οθέλλος τού Σαίξπηρ, Κυρία με τις καμελίες, τού Α. Δουμά, υιού).
Dictionary of Greek. 2013.